- πολυπρίων
- ο, Νζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας serramidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στείρος — α, ο / στεῑρος, α, ον, ΝΜΑ, και στερρός, όν, Α αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν. β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ) νεοελλ. 1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή)… … Dictionary of Greek